- έλασμα
- Το πλατύ μέρος του φύλλου, το κυρίως φύλλο. Κάθε πλατύ φύλλο αποτελείται από τρία μέρη, τον κολεό, τον μίσχο και το έ. Πολλά φυτά που δεν έχουν έ. διαθέτουν βελονοειδή ή κυλινδρικά φύλλα. Τα φύλλα που έχουν έ. μπορεί να φέρουν μίσχο και τότε λέγονται έμμισχα· διαφορετικά, αν δεν έχουν, λέγονται άμισχα και τότε έχουν σύστημα νευρώσεων. Η επάνω επιφάνεια του ε. ονομάζεται επιστημονικά υπτία και η κάτω πρανής.
Επίσης, έ. ονομάζεται η πλάκα ή το φύλλο μετάλλου, που σχηματίστηκε με έλαση ή πίεση.
* * *το (AM ἔλασμα)λεπτή μετάλλινη πλάκα ή φύλλο μετάλλου, λαμαρίνα, που κατασκευάζεται με σφυρηλάτηση ή έλαση (συνεχή συμπίεση σε θερμή κατάσταση)νεοελλ.το πλατύ μέρος τού φύλλου τών φυτώναρχ.-μσν.ἔλασιςμσν.μεταλλική πλάκα που χρησιμοποιείται ως κόσμημααρχ.1. ονομασία διαφόρων χειρουργικών εργαλείων και οργάνων2. το επίπεδο άκρο τού καθετήρα.
Dictionary of Greek. 2013.